Με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (τακτική διαδικασία) του 2016 έγινε δεκτή αγωγή των εντολέων μας και υποχρεώθηκε η εναγόμενη ανώνυμη εταιρία, της οποίας η πρώτη και ο τρίτος από τους ενάγοντες εντολείς μας ήταν κατά το χρόνο χορήγησης των δανείων μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) και ο δεύτερος ενάγων εντολέας μας, σύζυγος της πρώτης ενάγουσας μέλους Δ.Σ., να τους επιστρέψει τα ποσά που της είχαν δανείσει με διαδοχικές συμβάσεις δανείου. Μεταξύ άλλων ζητημάτων, η απόφαση εξέτασε το εάν οι σχετικές συμβάσεις δανείου ήταν άκυρες, όπως κατ’ ένσταση η εναγόμενη εταιρία είχε προτείνει, για το λόγο ότι θα έπρεπε να προηγηθεί ειδική άδεια της γενικής συνέλευσης (Γ.Σ.) των μετόχων της για τη λήψη των δανείων που προέρχονταν από πρόσωπα με τις ως άνω ιδιότητες κατά το χρόνο χορήγησής τους, άδεια η οποία ουδέποτε εδόθη. Το Δικαστήριο απέρριψε την ένστασή της (κατ’ άρθρο 23α παρ. 1 και 2 εδ. α’ ν. 2190/1920) και δεχόμενο αντένστασή μας (κατ’ άρθρο 23α παρ. 2 εδ. β’ ν. 2190/1920) έκρινε -αφού έλαβε υπόψη ότι η εναγόμενη εταιρία διέθετε υψηλό μετοχικό κεφάλαιο, πολύ μεγαλύτερο του ποσού των επίδικων δανείων, καθώς και ακίνητη περιουσία (εργοστασιακές εγκαταστάσεις), αξίας κατά πολύ υπέρτερης των επίδικων δανείων, είχε επίσης τη δυνατότητα, αλλά και τη συνήθεια, να χρηματοδοτείται και να δανείζεται ευπρόσωπα από τις τράπεζες μεγάλα χρηματικά ποσά για την κάλυψη των χρηματοοικονομικών της αναγκών, που ήταν κατά πολύ ανώτερες από τα ποσά των επίδικων δανείων και ότι με τα επίδικα δάνεια καλύφθηκαν συνήθεις οικονομικές υποχρεώσεις της και τρέχουσες ανάγκες της (καταβολή μισθοδοσίας, πληρωμές στο Δημόσιο και στο ΙΚΑ, εξόφληση μισθώματος από σύμβαση leasing κλπ.) που συνέχονται κατά πραγματική και νομική αναγκαιότητα με τη λειτουργία της- ότι οι επίδικες συμβάσεις δεν εξέρχονταν, αντιθέτως ενέπιπταν στα όρια της τρέχουσας συναλλαγής της εναγόμενης και ήταν συνεπώς καθ’ όλα έγκυρες χωρίς να απαιτείται για το κύρος καθεμίας εξ αυτών προηγούμενη ειδική άδεια της γενικής συνέλευσης.